- νεκροτόμος
- -ο(συν. το αρσ. και θηλ. ως ουσ.) ο, η νεκροτόμοςαυτός που κάνει νεκροτομία, που ανατέμνει πτώματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)-* + -τόμος (< τέμνω), πρβλ. λιθο-τόμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek
νεκροτομείο — το 1. χώρος στον οποίο γίνεται ανατομική εξέταση τών πτωμάτων 2. εργαστήριο για την άσκηση τών φοιτητών τής ιατρικής στην ανατομία πάνω σε πτώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκροτόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Θ. Αρεταίο] … Dictionary of Greek
νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β … Dictionary of Greek